- σφενδονίζω
- -ισα1. ρίχνω με τη σφεντόνα.2. πετάω κάτι μακριά με ορμή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφενδονίζω — ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν [σφενδόνη] ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα νεοελλ. ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω μσν. παθ. σφενδονίζομαι στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῡ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.) … Dictionary of Greek
σφενδονιζόντων — σφενδονίζω pres part act masc/neut gen pl σφενδονίζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσφενδονισμένον — σφενδονίζω perf part mp masc acc sg σφενδονίζω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσφενδόνιζον — σφενδονίζω imperf ind act 3rd pl σφενδονίζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονισθῆναι — σφενδονίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονίζειν — σφενδονίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονίζονται — σφενδονίζω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονίζων — σφενδονίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσφενδονίζετο — σφενδονίζω imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσφενδονίσθη — σφενδονίζω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)